- εύτυκτο
- εὔτυκτος, -ον (Α)1. με τέχνη κατασκευασμένος, επεξεργασμένος καλά («εὔτυκτος κυνέη», Ομ. Ιλ.)2. φρ. «εὔτυκτον ποιοῡμαί τι» — παρασκευάζω κάτι, ετοιμάζω για φαγητό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τυκτός «ολοκληρωμένος» (< θ. τυχ- τού ρ. τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. απρμφ. παθ. αορ. τυχ-θήναι].
Dictionary of Greek. 2013.